ηλεκτρίτης

ηλεκτρίτης
Διηλεκτρικό υλικό που παραμένει πολωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή της εξωτερικής επίδρασης που προκάλεσε την πόλωση. Πρακτικά, όλα τα γνωστά οργανικά και ανόργανα διηλεκτρικά μπορούν να γίνουν η. Σταθερούς η. μπορούμε να κατασκευάσουμε με θέρμανση του διηλεκτρικού σε θερμοκρασία μικρότερη ή ίση προς τη θερμοκρασία τήξης και μετά μέσω επεξεργασίας με μία από τις εξής μεθόδους: α) ψύξη σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο (θερμοηλεκτρίτες)· β) απλή τοποθέτηση σε ισχυρό ηλεκτρικό (ηλεκτροηλεκτρίτες) ή μαγνητικό πεδίο (μαγνητοηλεκτρίτες)· γ) τοποθέτηση σε ηλεκτρικό πεδίο κατά την πήξη οργανικών διαλυμάτων (κρυοηλεκτρίτες)· δ) φωτισμός σε ισχυρό ηλεκτρικό πεδίο (φωτοηλεκτρίτες)· ε) με τη βοήθεια μηχανικών παραμορφώσεων πολυμερών (μηχανοηλεκτρίτες)· στ) με τριβή (τριβοηλεκτρίτες)· ζ) με τοποθέτηση του διηλεκτρικού σε πεδίο εκκένωσης και η) ακτινοβόληση με ραδιενεργές ακτίνες (ραδιοηλεκτρίτες). Οι η. αποτελούν το ηλεκτρικό ανάλογο των μόνιμων μαγνητών και χρησιμοποιούνται ως πηγές συνεχούς ηλεκτρικού πεδίου, σε όργανα δοσιμετρίας, στα βαρόμετρα, στα υγρόμετρα και στα φίλτρα αερίων.
* * *
ο
διηλεκτρικό υλικό που διατηρεί την ηλέκτρισή του μετά την προσωρινή του έκθεση σε ηλεκτρικό πεδίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electret < electr- (πρβλ. ήλεκτρ(ο)*-) + -et (πρβλ. -ιτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”